- κάκιωμα
- το [κακιώνω]η φιλονικία μεταξύ δύο φίλων ή γνωστών και η διαταραχή τών φιλικών σχέσεων που προέρχεται από αυτήν, ψύχρανση, δυσαρέσκεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάκιωμα — το το αποτέλεσμα του κακιώνω, θυμός, κακία, χόλιασμα, δυσαρέσκεια: Μεταξύ φίλων δεν πρέπει να υπάρχει κάκιωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
θύμωμα — το, ατος 1. θυμός και ξέσπασμα θυμού: Φοβούμαι το θύμωμά του. 2. διακοπή σχέσεων μεταξύ φίλων, κάκιωμα: Θα του περάσει το θύμωμα και θα μας μιλήσει πάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χόλιασμα — το, ατος χολή, δυσαρέσκεια, κάκιωμα: Θα του περάσει το χόλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)